μείων

μείων
-ον (ΑM μείων, -ον, Α και σπαν. μειότερος, -τέρα, -τερον)
(ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος)
νεοελλ.
μαθ. (το ουδ.) μείον
το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο -, αλλ. πλην
αρχ.-μσν.
1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων», Ξεν.)
2. αυτός που έχει μικρότερη ηλικία, ο νεώτερος («χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μεῑον γεγώς», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑον
λιγότερο («μεῑον ἰσχύσειν Διός», Σοφ.).
επίρρ...
μειόνως (Α)
φρ. «μειόνως ἔχω» — είμαι μικρότερης αξίας (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το συγκριτικό επίθ. μείων ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *mei- «ελαττώνω, μειώνω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. mīyate «ελαττώνω». Το επίθ. όμως μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές: meujo, mewijo, πληθ. mewijoe, meujoe και πληθ. ουδ. meujoa, γεγονός που οδηγεί πιθ. σε ΙΕ τ. *meiw-ijos (μειF-ijos) για τη Μυκηναϊκή και *meiw-yos (*μειF-jos) για την αλφαβητική Ελληνική. Το στοιχείο -eu/u-—που ίσως είναι επίθημα— απαντά επίσης και σε έναν αμάρτ. ενεστ. *mineumi, ίχνη τού οποίου μαρτυρούνται στο λατ. minuō «μειώνω» καθώς και στο ελλ. *μινύω > μινύθω. Εξάλλου, το αρχ. ινδ. mināti —που αντιστοιχεί εν μέρει με το μείων— λόγω τής παρουσίας τού στοιχείου -n-οδήγησε στο να διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μείων προέρχεται από αμάρτ. *μείνων με αποβολή τού -ν-, αναλογικά προς τον τ. πλείων (βλ. λ. ἀμείνων). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. μείων προέρχεται από αμάρτ. *meyyos, ενώ το -ω- τής Μυκηναϊκής είναι προϊόν αναλογίας. Το ουδ. μεῖον με τη μορφή μειο- (πρβλ. μειοδότης) πριν από σύμφωνο και μειον- πριν από φωνήεν (πρβλ. μειον-έκτης) εμφανίζεται ως α' συνθετικό ονομάτων και ρημάτων προσδίδοντας τη σημ. τής μείωσης στο β' συνθετικό.
ΠΑΡ. μειώνω
αρχ.
μειότης
νεοελλ.
μειονότητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μειο(ν)-: μείουρος
αρχ.
μειονέκτης, μειόφρων, μειώνυμος
νεοελλ.
μειοδότης, μειοψηφία. (Β' συνθετικό) αρχ. υπομείων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μείων — lesser masc/fem nom comp sg μειόω lessen imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μειόω lessen imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειῶν — μείης masc gen pl μεῑῶν , μεῖον neut gen pl (attic epic doric) μειόω lessen pres part act masc voc sg (doric aeolic) μειόω lessen pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μειόω lessen pres part act masc nom sg μειόω lessen pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεῖον — μείων lesser masc/fem voc comp sg μείων lesser neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείονα — μείων lesser neut nom/voc/acc comp pl μείων lesser masc/fem acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείους — μείων lesser masc/fem nom/acc comp pl μείων lesser masc/fem acc pl μεί̱ους , μεῖον neut gen sg (attic epic doric) μειόω lessen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειόνων — μείων lesser gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειόνως — μείων lesser adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείονας — μείων lesser masc/fem acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείονες — μείων lesser masc/fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείονι — μείων lesser dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”